Για μια κινηματική ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ του ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΥ μονόδρομου

Τεύχος 20ο Ιούνιος 2006

Αντώνης Βούλγαρης

Tο καλοκαίρι του 2006 δεν αναμενόταν τόσο θερμό πολιτικά όσο το περσινό. Η κυβέρνηση ρίχνει το βάρος στις φθινοπωρινές εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση α΄ και β΄βαθμού και δεν έχει λόγο να ανοίξει μέτωπα με κοινωνικές ομάδες για ζητήματα που θα είχαν πολιτικό κόστος και θα αύξαναν την ήδη μεγάλη κοινωνική δυσαρέσκεια. Όμως δυο κορυφαία πολιτικά ζητήματα της έχουν δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα. Το ένα είναι οι μαζικές κινητοποιήσεις των φοιτητών και σπουδαστών που οδήγησαν ήδη στη δημιουργία ενός ευρύτατου πανεκπαιδευτικού μετώπου που προσπαθεί να συνδεθεί με το εργατικό κίνημα. Το δεύτερο είναι η κρίση στις σχέσεις με την Τουρκία που ξεκίνησε με το θάνατο ενός έλληνα πιλότου σε εμπλοκή με τουρκικά μαχητικά και κορυφώθηκε ταχύτατα με μικροεπεισόδια στα Ίμια, αλλά κυρίως με τις εξελίξεις στο ζήτημα της ένταξης της γείτονος στην Ε.Ε. σε συνδυασμό με το Κυπριακό πρόβλημα. Η ομολογία της υπουργού παιδείας ότι πρέπει να ακολουθήσουμε τις επιταγές της ΕΕ στην εκπαίδευση και η δυσαρέσκεια της κυβέρνησης για το βέτο της Κυπριακής Δημοκρατίας- που ζητά το αυτονόητο, την αναγνώριση της από την Τουρκία, για να συνεχιστούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της τελευταίας- στο ευρωπαϊκό συμβούλιο κορυφής, θέτουν και πάλι το ερώτημα: ποια οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα εξυπηρετεί η σημερινή ελληνική κυβέρνηση;

Ας γυρίσουμε λίγους μήνες πίσω. Από το καλοκαίρι του 2005 το παραμύθι της 'ήπιας προσαρμογής' μπήκε στο συρτάρι και η κυβέρνηση έδειξε τις πραγματικές της προθέσεις. Ένας ποταμός από νομοσχέδια σε ακραία νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση (διευθέτηση χρόνου εργασίας, Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα, Νέος Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων) και η πρόθεση αντιδραστικότατης συνταγματικής αναθεώρησης συνδυάστηκαν με το ξεκίνημα δήθεν εθνικών διαλόγων σε κορυφαία ζητήματα, παιδεία και ασφαλιστικό. Διαλόγων με προαποφασισμένα από την κυβέρνηση αποτελέσματα. Και όλα αυτά ενώ συνεχίζεται το ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου δηλαδή η ιδιωτικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων, το πέρασμα δημόσιου χώρου στα χέρια ιδιωτών, το αβαντάρισμα ιδιωτικών επιχειρήσεων στην υγεία, την ασφάλιση και την εκπαίδευση σε βάρος του δημόσιου τομέα. Η απελευθέρωση των ναύλων στην ακτοπλοΐα, μετά από καθαρό εκβιασμό των εφοπλιστών, ήταν το κερασάκι στην τούρτα.

Το να πει κανείς το αυτονόητο, ότι μια συντηρητική αστική κυβέρνηση εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου, δεν αρκεί. Πρέπει να δούμε ποιές είναι σήμερα οι αναγκαιότητες του κεφαλαίου, τοπικά και παγκόσμια αλλά και για ποιούς λόγους η ελληνική κυβέρνηση τα εξυπηρετεί έστω κι αν αυτό οδηγεί στο κόψιμο των δεσμών της με την κοινωνία.

ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΜΟΝΟΔΡΟΜΟ

Είναι γεγονός ότι το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε συνεχή κρίση. Η αναγκαιότητα του κεφαλαίου για ολοένα και μεγαλύτερα κέρδη, για τη διατήρηση των ποσοστών κέρδους τουλάχιστον στα υπάρχοντα επίπεδα, το οδηγεί σε ολοένα και μεγαλύτερες επιθέσεις απέναντι στον ταξικό εχθρό του, τους εργαζόμενους. Μια από τις κύριες συνέπειες αυτής της κατάστασης είναι η είσοδος του κεφαλαίου σε οικονομικούς κλάδους όπου (τουλάχιστον στην Ευρώπη) το κράτος είχε σοβαρό οικονομικό ρόλο. Μετά το κύμα ιδιωτικοποιήσεων στους στρατηγικούς κλάδους ενέργειας, μεταφορών και επικοινωνιών τη δεκαετία του '90 ήρθε η ώρα για το εκπαιδευτικό σύστημα, την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση, συνολικά το κράτος πρόνοιας. Όλα αυτά είναι για το κεφάλαιο κλάδοι 'παροχής υπηρεσιών' που πρέπει να ανοίξουν για να μπορεί να κερδοσκοπήσει. Μια σειρά αποφάσεων των υπερεθνικών οργανισμών (ΔΟΕμπορίου, ΔΝΤ, G8) δημιούργησαν το απαραίτητο πλαίσιο. Και η ΕΕ ήρθε να εφαρμόσει σε συγκεκριμένο χωρικό επίπεδο τις αποφάσεις αυτές. Η στρατηγική της Μπολόνια, η οδηγία Μπολκενστάιν, ακόμα και το λεγόμενο «ευρωσύνταγμα» ακολουθούσαν αυτή την κατεύθυνση.

Στην Ελλάδα, το εγχώριο κεφάλαιο ήταν πάντα κοσμοπολίτικο, διεθνοποιημένο είτε λόγω της φύσης του (εφοπλιστικό) είτε για ιστορικούς λόγους (πχ κατασκευαστικό κεφάλαιο και σχέσεις με τον αραβικό χώρο)[1], και λόγω του αυξημένου ρόλου του στις διεθνείς μεταφορές συμμετέχει ενεργά στις παγκόσμιες διεργασίες του κεφαλαίου. Είναι λοιπόν εντελώς φυσιολογικό να πιέζει τις κυβερνήσεις για την πληρέστερη εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Άλλωστε στη χώρα μας είναι εμφανής η σύμφυση βιομηχανικού, εφοπλιστικού, κατασκευαστικού και τραπεζικού κεφαλαίου και η δυναμική εμπλοκή τους σε νέους δυναμικούς κλάδους όπως είναι η κινητή τηλεφωνία και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης [2].

Είναι λοιπόν λογικό το κεφάλαιο να ζητά από τις κυβερνήσεις ολοένα και περισσότερες διευκολύνσεις. Από το 1990 και μετά οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη, Παπανδρέου, Σημίτη φρόντισαν να του παραχωρούν όλο και περισσότερα προνόμια ακολουθώντας τη λογική του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου. Κρίσιμη ήταν βέβαια, και η πλήρης αποδοχή ενός άλλου μονόδρομου, της άκριτης συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έγινε μεθοδευμένη προσπάθεια να αποδεχτούμε την ΕΕ ως μια υπέρτατη αρχή που αποφασίζει για το γενικό καλό των ευρωπαϊκών λαών.

Αποκρύφτηκε συστηματικά η ξεκάθαρη ταξική φύση αυτής της υπέρτατης εξουσίας. Η πλήρης υποταγή της στις αναγκαιότητες του κεφαλαίου κόντρα στα συμφέροντα των εργαζόμενων, της εργατικής τάξης. Αυτή η αποδοχή έπαιξε ρόλο, κύρια σε ιδεολογικό επίπεδο, για να επικρατήσουν στο εργατικό κίνημα οι ηγεσίες που υπηρετούν τις λογικές της συναίνεσης και του κοινωνικού διαλόγου και τελικά του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου.

Σε αυτό το μοτίβο η κυβέρνηση της ΝΔ, φιλική για το κεφάλαιο από την ιδεολογική της καταγωγή, είναι αναγκασμένη να συνεχίσει το δρόμο που άνοιξε το ΠΑΣΟ και απαιτεί το εγχώριο και παγκόσμιο κεφάλαιο. Ξήλωμα και των βασικών εργατικών δικαιωμάτων, απορύθμιση του ισχνού κοινωνικού κράτους, ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, του συσσωρευμένου κοινωνικού πλούτου, παράδοση όλων των οικονομικών λειτουργιών του κράτους στις διαθέσεις του κεφαλαίου. Ο πλήρης έλεγχος των ΜΜΕ από το χρηματιστικό κεφάλαιο και ο αυξημένος ρόλος της τηλεόρασης στην επικράτηση της αστικής ιδεολογίας πάνω στην εργατική τάξη επιδεινώνουν την κατάσταση. Καθώς η καλή σχέση με τα ΜΜΕ είναι απαραίτητη προϋπόθεση πολιτικής επιβίωσης του πολιτικού προσωπικού του δικομματισμού, όλο και περισσότεροι υπηρέτες του κεφαλαίου αναδεικνύονται στις υψηλές θέσεις των κομματικών και κυβερνητικών μηχανισμών.

ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Αυτή η υποταγή του δικομματισμού στις ανάγκες του κεφαλαίου και της ΕΕ είναι και η αιτία της αποδοχής από την ελληνική κυβέρνηση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας. Μιας μεγάλης αγοράς και μιας πηγής φτηνού εργατικού δυναμικού που θα χρησιμοποιηθεί να συμπιέσει κι άλλο τους μισθούς και τα εργασιακά δικαιώματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η γειτνίαση της με τη Μέση Ανατολή εξυπηρετεί και τις αμερικανικές βλέψεις στην ευρύτερη περιοχή και οι ΗΠΑ πιέζουν αφόρητα στην κατεύθυνση της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Αν προσθέσετε την επιδίωξη των ΗΠΑ να γίνουν επιδιαιτητές στην συνεκμετάλλευση του Αιγαίου και την κρίσιμη γεωστρατιωτικά περιοχή που βρίσκεται η Ελλάδα, το μείγμα γίνεται εκρηκτικό και επικίνδυνο. Οι ελληνικές κυβερνήσεις σέρνονται κυριολεκτικά πίσω από τις αμερικάνικες επιδιώξεις απεμπολώντας συνεχώς εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα στη λογική του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου. Οι γκρίζες ζώνες αυξάνονται, το casus belli της Τουρκίας επανέρχεται συνεχώς στο τραπέζι, το στοιχειώδες δικαίωμα της αμυντικής θωράκισης των νησιών μας αμφισβητείται. Το να αφήνεις τον ιμπεριαλισμό να αμφισβητεί τα σύνορα και τα κυριαρχικά σου δικαιώματα δεν είναι όμως διεθνισμός. Το συγκροτημένο εθνικό κράτος ήταν και είναι το προνομιακό χωρικό πεδίο ταξικής πάλης που μπορεί σήμερα να φέρει νίκες. Κι όταν αυτό το εθνικό κράτος οδηγείται σε διάλυση και απεμπόληση δικαιωμάτων, είτε αυτά αφορούν χωρικά κυριαρχικά δικαιώματα είτε δικαιώματα άσκησης εθνικής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, χαμένη είναι η εργατική τάξη και η δυνατότητα ανατροπής της κατάστασης. Για αυτό το λόγο το ζήτημα του Αιγαίου, το Κυπριακό, οι γκρίζες ζώνες δεν είναι «εθνικά ζητήματα» αλλά έχουν βαθιά ταξικό χαρακτήρα. Επειδή η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό είναι πάλη της εργατικής τάξης απέναντι στους δυνάστες του. Κι επειδή η ταξική πάλη σε προτεκτοράτα, όπως αυτό που πάνε να στήσουν στην Κύπρο, όπως αυτά που έχουν στήσει στα Βαλκάνια, διεξάγεται με πολύ πιο δυσμενείς όρους από ότι σε ένα κυρίαρχο αστικό κράτος.

ΟΙ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ

Η υπερβολικά βίαιη επιχείρηση καταστολής των φοιτητικών κινητοποιήσεων δεν είναι απλά μια συνεπής συνέχεια στην συστηματική χρήση των μηχανισμών βίας ενάντια σε όσους αντιδρούν (εργαζόμενοι λιπασμάτων, ναυτεργάτες, απεργοί ΟΤΑ κλπ). Είναι η αντίδραση μιας κυβέρνησης που βλέπει να απειλείται ο πυρήνας της πολιτικής της αλλά και της ιδεολογικής υπεροχής του νεοφιλελευθερισμού. Κι αυτό γιατί:

• Η αμφισβήτηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων και των θεσμικών αλλαγών στην ανώτατη παιδεία αποτελεί ευθεία αμφισβήτηση των δεσμεύσεων της κυβέρνησης απέναντι στο κεφάλαιο και την ΕΕ. Τα αιτήματα των φοιτητών είναι κόντρα στη λογική του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου. Κι αυτό για το κεφάλαιο είναι επικίνδυνο.

• Η μαζικότητα του κινήματος, η κατάρρευση μέσα στις γενικές συνελεύσεις των φοιτητών της υπεροχής της ΔΑΠ ακόμη και σε σχολές-κάστρα της, δείχνει ότι η νεολαία έχει αφυπνιστεί και δεν αποδέχεται αυτό το μονόδρομο αλλά και ότι οι μηχανισμοί ύπνωσης της νεολαίας δεν είναι πια αποτελεσματικοί. • Η συγκρότηση μετώπου φοιτητών και διδασκόντων είναι μια διαδικασία που φέρνει την κυβέρνηση απέναντι σε ολόκληρη την πανεπιστημιακή κοινότητα. Κι απέναντι σε τέτοιο μέτωπο οι ελιγμοί και η απόπειρα διάβρωσης του κινήματος είναι περιορισμένοι.

• Η πρωτοπορία του φοιτητικού κινήματος δεν συνδέεται με συγκεκριμένα κοινοβουλευτικά κόμματα. Οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αλλά κυρίως οι ίδιοι οι φοιτητές, χωρίς κομματικές εξαρτήσεις, οδηγούν τον αγώνα. Αυτή η αυτονομία του κινήματος είναι το πιο ελπιδοφόρο στοιχείο, αλλά και το πιο τρομακτικό για την κυβέρνηση που έχει συνηθίσει σε παραγοντίστικες και κρυφές συμφωνίες για να ελέγχει τις λαϊκές αντιδράσεις.

• Η προσπάθεια σύνδεσης του φοιτητικού κινήματος με τις οργανώσεις της εργατικής τάξεις θα δημιουργούσαν ένα ευρύ μέτωπο συνολικής αμφισβήτησης της κυβερνητικής πολιτικής. Συγχρόνως η κοινωνία βλέπει με συμπάθεια την φοιτητική εξέγερση σαν εκφραστή της λαϊκής δυσαρέσκειας.

Με όλα αυτά, η κυβέρνηση κατανοεί ότι τα σχέδια της μπορούν σύντομα να αμφισβητηθούν συνολικά. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι τραπεζίτες σύρθηκαν σε διάλογο με την ΟΤΟΕ αμέσως μετά τα γεγονότα με τους φοιτητές.

ΤΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΠΕΤΥΧΑΙΝΟΥΝ ΝΙΚΕΣ

Η πρώτη νίκη του κινήματος, η αναβολή της κατάθεσης του νόμου-πλαισίου στο κοινοβούλιο, δείχνει ότι η κυβέρνηση και οι υποστηρικτές της δεν είναι αήττητοι. Μπορεί για αυτούς η πολιτική τους να είναι μονόδρομος, αλλά όταν ενεργοποιείται ο λαϊκός παράγοντας, όταν φουντώνουν τα κινήματα, δεν υπάρχει πολιτική που να μην μπορεί να ανατραπεί. Αυτό το παλιό δίδαγμα από την ιστορία των κινημάτων παγκόσμια είχε ξεχαστεί, αλλά γίνεται ξανά επίκαιρο. Οι φοιτητές μας δείχνουν το μοναδικό δρόμο ανατροπής, το δρόμο της ενεργητικής συμμετοχής στα κινήματα. Το δρόμο της δημιουργίας μετώπων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων με συγκεκριμένες θέσεις και αιτήματα, με πλαίσια δράσης επεξεργασμένα από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους. Τέτοια κινήματα τείνουν να δημιουργηθούν παντού λόγω της αναγκαιότητας αντίστασης και επαναδιεκδίκησης διακιωμάτων που έχουν χαθεί. Τα πιο πολλά είναι στα σπάργανα, όμως υπάρχουν και οι συγκυρίες είναι τώρα πια ευνοϊκότερες.

Αναφέρομαι σε κινήματα εργαζόμενων που είτε διεκδικούν το δικαίωμα στη δουλειά είτε μάχονται για κλαδικά ζητήματα που συνδέονται άμεσα με δικαιώματα όλων των εργαζόμενων (πχ τα Βαρέα και Ανθυγιεινά στους ΟΤΑ), είτε σπάνε στην πράξη τις κυβερνητικές οδηγίες(ΔΕΚΟ). Αναφέρομαι στην οργάνωση κλάδων με ελάχιστα δικαιώματα όπως είναι οι εργαζόμενοι με τα μηχανάκια, οι λεγόμενοι ντελίβερι. Αναφέρομαι στα συνεχώς και περισσότερα κινήματα πόλης και διεκδίκησης ελεύθερων χώρων που αντιστέκονται στην τσιμεντοποίηση και στο ξεπούλημα ελεύθερων χώρων και ακτών στο κεφάλαιο.

Τέτοια κινήματα, αν συντονιστούν μεταξύ τους μπορούν να πετύχουν νίκες. Και κάθε νίκη να είναι ένα βήμα για παραπέρα διεκδικήσεις και νέες νίκες. Η συγκυρία των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών του Οκτώβρη είναι ευνοϊκή για να συζητήσει η κοινωνία όλα τα ζητήματα. Και να ενεργοποιηθεί σε μια πρακτική πάλης και διεκδίκησης.

Για να αποτρέψουμε δυσμενέστερες εργασιακές και ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις και να διεκδικήσουμε τα εργασιακά δικαιώματα που μας έχουν αφαιρεθεί, αύξηση του πραγματικού μας εισοδήματος, σταμάτημα της εργοδοτικής αυθαιρεσίας.

Για να αποτρέψουμε νέες ιδιωτικοποιήσεις και να διεκδικήσουμε την επαναδημοσιοποίηση των εταιρειών που ιδιωτικοποιήθηκαν.

Για να αποτρέψουμε την παραπέρα ιδιωτικοποίηση υγείας, παιδείας, κοινωνικής ασφάλισης και να διεκδικήσουμε τον αποκλειστικά δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα τους.

Για να αποτρέψουμε το ξεπούλημα κοινόχρηστων χώρων στο ιδιωτικό κεφάλαιο και να διεκδικήσουμε δωρεάν πρόσβαση σε όλες τις ακτές, τα πάρκα, τους δημόσιους χώρους.

Η ανάπτυξη κινημάτων σε αυτή την κατεύθυνση, η διασφάλιση της αυτονομίας τους, η προσπάθεια συντονισμού τους πρέπει να συνδυαστεί με την ενεργοποίηση και την ανάπτυξη ενός εργατικού ταξικού κινήματος που θα τα αγκαλιάσει και θα τα στηρίξει. Γιατί οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που πληρώνουν τις διάφορες πολιτικές του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου. Με το αίμα τους, μεταφορικά και κυριολεκτικά.

Οι αγώνες από δω και πέρα μπορούν και πρέπει να είναι νικηφόροι. Κι αν αυτό σημαίνει ότι αμφισβητείται ο νεοφιλελευθερισμός και κλονίζεται το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, τόσο το καλύτερο για την συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας.







|| Επιστροφή || 'Αλλα Τεύχη || Αρχική Σελίδα ||